- προφυλάκων
- πρόφυλαξadvanced guardmasc gen plπροφύλαξmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφυλακῶν — προφυλακή guard in front fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσώβιγλα — ἐσώβιγλα, τὰ (Μ) (στο Βυζ.) τα φυλάκια τής δεύτερης γραμμής τών προφυλακών στην εκστρατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + βίγλα] … Dictionary of Greek
φυλάκιο — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 63 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (40 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο Κέραμος (υψόμ. 50 μ.) και το Αμμόβουνον. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ.)… … Dictionary of Greek
Γιουτλάνδη — (δαν. Jylland, γερμ. Jutland). Χερσόνησος (περ. 42.000 τ. χλμ.) της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται προς τα ΒΔ, μεταξύ της Βόρειας θάλασσας στα Δ και του Κατεγάτη και του Μικρού Βέλτη προς τα Α. Το βόρειο τμήμα της, που είναι και το… … Dictionary of Greek